Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ανεπίστροφον;

Γράφει η Α.ΕΚ.
Μοιάζει υποκρισία να μελαγχολείς για αυτό που είναι οριστικό.Μοιάζει ματαιοπονία να γράφεις ένα μικρό σημείωμα για το ανεπίστροφο. Κι όμως η Γιάννα Λάμπρου έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο. Ανεπίστροφον. Με λόγο ζωηρό και ταυτόχρονα εμβριθή, αιχμηρό κάποτε, υπαινικτικό συχνά, που στήνει καθαρές εικόνες φροντίζοντας να αφήνει θολά τα περιγράμματα των καταστάσεων, καταγράφει ιστορίες διηθημένες σε χρώματα -όσα και τα κεφάλαια- που συναιρούνται στην παλέτα της μνήμης και της αίσθησης κι απαυγάζουν όλα το χρώμα που παίρνει η ψυχή όταν υποχρεώνει να την αφουγκραστείς. Μικρές ιστορίες που κατευθύνονται μέσα από διαδρομές άλλοτε χαραγμένες σε μια ευθεία, σαν τους αχανείς εκείνους δρόμους της αμερικανικής υπαίθρου, κι άλλοτε ελικοειδείς και δύσβατες, σαν την επίπονη υγρή κατάβαση στο εσώτατο έσω ενός εκάστου, για να συναντηθούν όλες στα ρείθρα της χοάνης του χρόνου για τόσο όσο κρατάει η λάμψη της αστραπής – το μόνο «λίγο» που ’ναι αρκετό να εντυπώσεις την εικόνα του κόσμου, αν δεν σε φοβίζει η αποκάλυψη.
Ιστορίες ετερόκλητες, σε ελάχιστη μετατόπιση του κατόπτρου όμως συναφείς, γιατί απ’ το ίδιο υλικό είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Και το ταξίδι ένα…

Κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της Γιάννας Λάμπρου με τίτλο "Ανεπίστροφον". Μπορείτε να το βρείτε στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εκφραση.

3 σχόλια:

ροζαλια-γιαννα λαμπρου είπε...

στην Α.ΕΚ.


Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθυούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ‘ λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
΄Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους και τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας

Aκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ροζαλια-γιαννα λαμπρου είπε...

στην Α.ΕΚ.


Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθυούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ‘ λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
΄Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους και τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας

Aκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Ανώνυμος είπε...

μπα μπα !!! Τι ωραία εκπληξη !!!